1η Επίσκεψη στον Ψυχολόγο
Η απόφαση να επισκεφθούμε τον ψυχολόγο θέλει θάρρος, αποφασιστικότητα και ίσως και τόλμη. Επικρατεί ένας μύθος και έτσι πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως η επίσκεψη σε ψυχολόγο αποτελεί μία μυστηριώδη διαδικασία, όπου ο ειδικός έχει τη μαγική λύση-συνταγή και γνωρίζει εξαρχής τι χρειάζεται το άτομο για να θεραπευτεί. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει ενώ η άποψη αυτή υποδηλώνει περιέργεια και φόβο προς κάτι το άγνωστο. Αφενός τα ηθικά διλήμματα είναι αμέτρητα ως προς το να μοιραστεί με έναν άγνωστο τα προβλήματα και τα μυστικά του, αφετέρου για ορισμένους ανθρώπους είναι δύσκολο να αντιληφθούν και να αποδεχθούν ότι χρειάζονται την καθοδήγηση κάποιου ειδικού. Στην πρώτη συνεδρία, γίνεται η πρώτη γνωριμία των δύο ατόμων που στη συνέχεια αναπτύσσουν τη δυαδική σχέση συνεργασίας.
Στην αρχή γίνεται η λήψη του ιστορικού του ατόμου και του ιστορικού του προβλήματος ώστε να σχηματίσει από κοινού με το θεραπευόμενο το κατάλληλο και εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο και αφού εξηγήσει τις μεθόδους που θα δουλευτούν αρχίζει να εκπαιδεύει με λέξεις κλειδιά τον θεραπευόμενο. Στις υποχρεώσεις του θεραπευτή είναι να ενημερώνει τον θεραπευόμενο για την προσέγγιση που ακολουθείται στη συνεδρίες, το είδος της θεραπείας, καθώς και την εκπαίδευση του. Το απόρρητο ισχύει πάντα και οι περιπτώσεις που υπάρχει η άρση του είναι όταν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα ή/και η ζωή του ίδιου του θεραπευόμενου ή ατόμων του περιβάλλοντος του.
Η εικόνα που πιθανότατα υπάρχει στο μυαλό μας για την ψυχοθεραπεία είναι ο θεραπευόμενος ξαπλωμένος στο ντιβάνι χωρίς οπτική επαφή με το θεραπευτή, ο οποίος συμμετέχει παρατηρητικά στη διαδικασία. Η αλήθεια είναι πως με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί η παραδοσιακή ψυχανάλυση. Ο Φρόυντ, πατέρας της ψυχανάλυσης συνήθιζε να έχει αυτή τη δομή στις συνεδρίες του. Τα είδη της ψυχοθεραπείας έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό από τότε. Μερικές φορές όταν κάτι μας είναι άγνωστο όπως η πρώτη συνεδρία ενδεχομένως έχουμε ενδοιασμούς και ίσως και ο λόγος που τελικά αλλάζουμε γνώμη και δεν αποφασίζουμε να κλείσουμε το ραντεβού είναι ότι δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε και για αυτό νιώθουμε διστακτικότητα που είναι πράγμα φυσιολογικό.
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην πρώτη συνεδρία είναι ότι γίνεται μία συζήτηση που κινείται σε πλαίσια διαλόγου. Ο θεραπευτής δεν κρίνει, ακούει ενεργητικά, όταν το κρίνει αναγκαίο συμμετέχει είτε κάνοντας ερωτήσεις, είτε παρατηρώντας και κάνοντας επισημάνσεις και αναλόγως την προσέγγιση που ακολουθεί τότε παρεμβαίνει ή όχι στο διάλογο. Οφείλει να είναι αυθεντικός, ειλικρινής και να προσπαθεί να διασαφηνίζει στο θεραπευόμενο κάθε απορία σε σχέση με τη διαδικασία της θεραπείας.
Τα παραπάνω ισχύουν τόσο στην πρώτη συνεδρία αλλά πολύ περισσότερο στην πορεία της θεραπείας. Στην πρώτη συνεδρία ο θεραπευτής-τρια ενημερώνει συνήθως τον ενδιαφερόμενο για το θεραπευτικό «συμβόλαιο». Πρόκειται για μία από κοινού συμφωνία-συμμαχία και έχει σχέση με την ώρα, τη μέρα της συνάντησης τους, το κόστος της συνεδρίας καθώς επίσης και τι ισχύει σε συνθήκες που πρέπει να αναβληθεί ή ακυρωθεί μία συνάντηση. Η πρώτη συνεδρία είναι αμφίπλευρα αναγνωριστική για αυτό το λόγο όσες απορίες και διευκρινήσεις επιλυθούν τόσο πιο ξεκάθαρη και ομαλή έκβαση τείνει να έχει η θεραπεία. Προφανώς δεν πρόκειται για συμβόλαιο με την οικονομική και νομική έννοια του όρου αλλά πιο πολύ για τη δέσμευση του ενδιαφερόμενου-ης να σέβεται τα όρια του-της και του/της θεραπευτή του-της, βάζοντας στόχους με προτεραιότητες με κοινό σκοπό την από κοινού τη θεραπευτική αλλαγή και εξέλιξη.